- νομή
- (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο της έννοιας της ν. Δεν είναι όμως απαραίτητο να υπάρχει και πεποίθηση του νομέα για την κυριότητά του πάνω στο πράγμα. Στη ρωμαϊκή νομική έννοια η ν. συνδέεται πάντοτε με το δικαίωμα της κυριότητας· αποτελεί το υλικό και το βουλητικό στοιχείο της. Γι’ αυτό και στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο, καθώς και αργότερα, υπήρχαν πολλές διακρίσεις της ν. Αυτή η εννοιολογική αφετηρία δημιούργησε πολλές διχογνωμίες για τη νομική φύση της ν., ιδιαίτερα ως προς το γεγονός εάν αποτελεί δικαίωμα ή πραγματική κατάσταση, που επηρεάζουν ακόμη τα δίκαια των διαφόρων χωρών. Κατά τον ελληνικό A.K. «ο αποκτήσας την φυσικήν εξουσίαν επί του πράγματος (κατοχήν) είναι νομεύς αυτού, εάν ασκή την εξουσίαν διανοία κυρίου». Η διάταξη αυτή προσδιορίζει την έννοια και τη φύση του δικαιώματος της ν., που δεν αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα όπως η κυριότητα, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα.
Το δικαίωμα της ν. μεταβιβάζεται στους κληρονόμους. Στον νομέα αναγνωρίζεται το δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή να ζητήσει τη δικαστική απαγόρευση της διατάραξης της ν. Αν η ν. αφαιρέθηκε βίαια από τον νομέα, αυτός δικαιούται να την αναλάβει αμέσως ή να επιδιώξει δικαστικώς την απόδοσή της ή την καταβολή αποζημίωσης. Οι σχετικές αγωγές παραγράφονται μετά παρέλευση έτους από την ημέρα της διατάραξης ή της αποβολής. Τις περί ν. αγωγές, μπορεί να ασκήσει ο νομέας και εναντίον του κατόχου του πράγματος με την ιδιότητα του μισθωτή, του θεματοφύλακα κλπ. Αντίστροφα, σύμφωνα με τα παραπάνω ο κάτοχος έχει τις αγωγές του νομέα εναντίον παράνομων διαταράξεων ή αποβολής της ν.
* * *η (ΑΜ νομή)1. η βοσκή («ἀγρούς σφε πέμψας κἀπὶ ποιμνίων νομάς», Σοφ.)2. τόπος κατάλληλος για βοσκή, βοσκότοπος («καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει», ΚΔ)3. τροφή ζώων που βόσκουν, ζωοτροφή («νομὴ δὲ τῶν μελιττῶν τὸ θύμον», Αριστοτ.)4. διανομή, κατανομήνεοελλ.1. (νομ.) η φυσική εξουσία επί πράγματος η οποία ασκείται με πρόθεση κυριότητας2. ιατρ. βαριά ελκομεμβρανώδης εκτρωτική ή γαγγραινώδης φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος που παρουσιάζεται ως επιπλοκή λοιμωδών νοσημάτων, υποσιτισμού και καχεξίας3. (κτην.) γάγγραινα τού στοματικού βλεννογόνου τών ζώωνμσν.1. (για ποταμό) το ρεύμα τού νερού (ὅταν δὲ πάλιν ὁ ρηθεὶς Νεῑλος ἐπαναστρέψῃ και πρὸς ἰδίαν τὴν νομὴν καὶ τάφρον συνεισέλθῃ», Βί. Αλεξ.)2. ηγεμονία, κυβέρνηση, διοίκηση3. άσκηση καθηκόντων4. συνήθεια, κανόνας, άγραφος νόμοςαρχ.1. (για φωτιά και για τραύματα, έλκη) εξάπλωση, επέκταση (τῶν δὲ πρώτων εὐθὺς ἁψαμένων οὐκ ἔσχεν ἡ νομὴ χρόνον αἰσθητόν», Πλούτ.)2. η διαίρεση περιουσίας σε μερίδια μεταξύ τών κληρονόμων, η μοιρασιά, το μοίρασμα3. η κληρονομιά4. η τακτοποίηση επιδέσμου κατά την επίδεση τραύματος5. στον πληθ. αἱ νομαίδιαβρωτικά έλκη («νομαὶ σαρκὸς θηριώδεις», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα νομ- τού θ. νεμ- τού ρήματος νέμω (βλ. λ. νέμω και νομός [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.